διαμετακομιστικός

διαμετακομιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη διαμετακόμιση: Πάρε μαζί σου τα διαμετακομιστικά τιμολόγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαμετακομιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαμετακόμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • μεταπρατικός — ή, ό 1. αυτός που προσιδιάζει ή ανήκει ή αναφέρεται στον μεταπράτη και στη δραστηριότητά του 2. φρ. «μεταπρατική οικονομία» (οικον.) υπανάπτυκτη οικονομία, χωρίς δική της αυτοτελή βιομηχανία, που χρησιμοποιείται ως διαμετακομιστικός σταθμός για… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρούπολη — Πόλη (48.885 κάτ.) στα παράλια της Δυτικής Θράκης και σε απόσταση περίπου 14,5 χλμ. από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Απλώνεται σε έκταση 104 τ. χλμ. μαζί με τους γύρω οικισμούς και είναι πρωτεύουσα του νομού Έβρου καθώς και του ομώνυμου δήμου. Το… …   Dictionary of Greek

  • Αστραχάν — (Astrakhan).Πόλη (488.300 κάτ. το 2002) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (44.100 τ. χλμ., 1.018.300 κάτ. το 2002). Την ίδρυσαν οι Τάταροι τον 13o αι. στη δεξιά όχθη του κυριότερου κλάδου του δέλτα του Βόλγα σε απόσταση περίπου 10 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Νάρβα — I (Narva). Ποταμός (72 χλμ.), που αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Εσθονίας και Ρωσίας. Στον Ν. ποταμό έχουν χτιστεί μεγάλες υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις. II (Narva). Πόλη (59.500 κάτ. το 2003) της Εσθονίας, στην επαρχία Ίντα Βίρου. Η πόλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”